- ἐπιπόδιος
- ἐπιπόδιος, α, ον,A upon the feet, S.OT1350 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπόδιος — ἐπιπόδιος, ον (Α) [πους] αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [δεσμά]», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐπιποδίας — ἐπιποδίᾱς , ἐπιπόδιος upon the feet fem acc pl ἐπιποδίᾱς , ἐπιπόδιος upon the feet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)